- σκυθικοῦ
- Σκυθικόςwith a ruddy complexionmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκυθικοῦ — Σκυθικός with a ruddy complexion masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγχλαινος — μελάγχλαινος, ον (Α) 1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι ονομασία σκυθικού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντό χλαινος, λινό χλαινος)] … Dictionary of Greek
σκυθισμός — ὁ, Α [σκυθίζω] 1. σκυθικός τρόπος 2. είδος σκυθικού κουρέματος, το ξύρισμα τού κεφαλιού 3. ο σκυθικός τρόπος ζωής, ο νομαδισμός … Dictionary of Greek
χάλυψ — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και επώνυμο, του σκυθικού λαού των Χαλύβων. Οι Χάλυβες ονομάζονταν και Χάλυβοι. Bλ. λ. Χάλυβες. * * * υβος, ὁ, ΜΑ βλ. χάλυβας … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek
Σάκες — Οι Σκύθες του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας, πολεμικός νομαδικός λαός που κατοικούσε σε δάση και σπήλαια. Νικήθηκαν από τον Κύρο το Μεγάλο και υποτάχτηκαν από το Δαρείο A’. Πολέμησαν στο Μαραθώνα το 490 π.Χ., όπου κατέχοντας το μέσο της… … Dictionary of Greek